- ἐντρέπεται
- ἐντρέπωturn aboutpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εντρέπομαι — και (α)ντρέπομαι και ντρέπουμαι (AM ἐντρέπομαι, Α και ἐντρέπω, Μ και (ἀ)ντρέπομαι και ντρέπουμαι) 1. νιώθω ντροπή για τον εαυτό μου ή για λογαριασμό άλλου, συστέλλομαι, ντροπιάζομαι, καταντροπιάζομαι («ντρέπομαι να τόν δω» «ντρέπομαι για… … Dictionary of Greek
AGATHUS-DAEMON — I. AGATHUS DAEMON Alexandrinus, scripsit de mundosecundum sententiam Ptol. Vosl. de Hist. Graec. l. 4. p. 501. et de Scient. Mathem. c. 42. II. AGATHUS DAEMON apud Ptolemaeum, ubi de Nilo, Μέγα Δέλτα καλεῖται, καθὸ εντρέπεται ὁ μέγας ποταμὸς… … Hofmann J. Lexicon universale